ΜΑΘΗΣΙΑΚΑ ΣΤΥΛ
Κάθε παιδί έχει το δικό του τρόπο μάθησης. Το μαθησιακό στύλ ενός παιδιού αρχίζει να διαφαίνεται από την ηλικία των 6-7 χρόνων. Οι τρεις βασικοί τύποι μάθησης είναι ο οπτικός τύπος, ο ακουστικός τύπος και ο κιναισθητικός τύπος. Ενδεικτικά μια τάξη περιέχει 30% οπτικούς τύπους, 20% ακουστικούς τύπους, 15% κιναισθητικούς τύπους και 30% μαθητές με μικτό τύπο μάθησης. Παρακάτω παρουσιάζονται οι τρεις βασικοί τύποι μάθησης:
Οπτικός τύπος
O οπτικός τύπος είναι αυτός που του αρέσει να βλέπει από το να ακούει. Μαθαίνει κυρίως μέσω της όρασης. Κατά την πρόσληψη πληροφοριών, τείνει να παρατηρεί τη γλώσσα του σώματος ή τις εκφράσεις του προσώπου. Του αρέσει να απεικονίζει τα πράγματα στο χαρτί, αλλά και να δημιουργεί νοητικές αναπαραστάσεις. Είναι πολύ καλοί σε οπτικοχωρικές εργασίες, όπως πάζλ, λαβύρινθοι, Lego. Γίνονται ανήσυχοι όταν πρέπει να ακούσουν για πολλή ώρα. Αν δεν υπάρχει οπτικό ερέθισμα είναι πολύ πιθανό να μην επιτευχθεί η κατανόηση.
Ακουστικός τύπος
Ένα παιδί με αυξημένες ακουστικές δεξιότητες μαθαίνει κυρίως μέσω της ακοής. Θυμάται με ακρίβεια πληροφορίες που έχει ακούσει ή συζητήσει. Ακολουθεί εύκολα οδηγίες που του δίνονται λεκτικά και μαθαίνει καλύτερα όταν ακούει τις πληροφορίες δυνατά. Σκέφτεται και εκφράζεται με λέξεις, είναι δηλαδή λεκτικός τύπος. Οι περισσότεροι ακουστικοί τύποι απολαμβάνουν την ενασχόληση με τη μουσική.
Κιναισθητικός τύπος
Το παιδί με κιναισθητικό τύπο μάθησης μαθαίνει κυρίως μέσω της αφής, της κίνησης και της βιωματικής δράσης. Δυσκολεύεται να διατηρήσει την προσοχή του, όταν τα ερεθίσματα είναι μόνο ακουστικά ή οπτικά. Απολαμβάνει τις δραστηριότητες που απαιτούν την ενεργό συμμετοχή του με κίνηση. Κωδικοποιούν και ανακαλούν πιο εύκολα πράγματα και γεγονότα που περιλαμβάνουν το άγγιγμα, το βίωμα και την αισθητηριακή του διέγερση γενικότερα.
Φαίνεται λοιπόν, πόσο σημαντικό είναι να επιτρέπουμε στα παιδιά να μαθαίνουν με τον τρόπο που αυτά επιθυμούν, με τον τρόπο που τους ταιριάζει και τα διευκολύνει.
Για το λόγο αυτό θα τα βοηθούσε πολύ αν ανακαλύπταμε το μαθησιακό τους τύπο και προσαρμόζαμε τη διαδικασία της μάθησης στο δικό τους στύλ, είτε ως γονείς που βοηθούμε στη μελέτη, είτε ως θεραπευτές ή εκπαιδευτικοί, που είμαστε υπεύθυνοι για τη θεραπευτική παρέμβαση και τη διδακτική διαδικασία. Με τον τρόπο αυτό θα μειωθεί η πνευματική ενέργεια που σπαταλά καθημερινά το παιδί με μαθησιακές δυσκολίες ή χωρίς αυτές, για την απορρόφηση της γνώσης.
Ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβουμε το στύλ μάθησης ενός παιδιού είναι η παρατήρηση. Τα ενδιαφέροντά του, οι προτιμήσεις του, ο τρόπος που ακροάζεται κάποιον, δίνουν ενδείξεις για τα δυνατά του σημεία. Αυτό μας βοηθά να αυξήσουμε τα κίνητρά του για μάθηση και να μετατρέψουμε τη μάθηση σε μια ευχάριστη εμπειρία, τόσο για τους γονείς, όσο και για τους εκπαιδευτικούς, αλλά πολύ περισσότερο για το ίδιο το παιδί.
Ειδικά, τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζουν μειωμένες λεκτικές, αισθητηριακές ή ακουστικές δεξιότητες. Επομένως, μπορούν να επωφεληθούν από συγκεκριμένους τρόπους μάθησης.
Ακόμα, επειδή δυσκολεύονται να ανιχνεύσουν από μόνα τους το μαθησιακό τους στύλ και να οργανώσουν την προσλαμβανόμενη γνώση, θα πρέπει ο ενήλικας (γονιός, θεραπευτής ή εκπαιδευτικός) να το βοηθήσει σε αυτή την αναζήτηση, να του προτείνει τεχνικές και να του δώσει την ελευθερία να ανακαλύψει τις δικές του προτιμήσεις.
Συνεπώς, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τον τρόπο με τον οποίο το παιδί, ιδιαιτέρα αυτό με μαθησιακές δυσκολίες κωδικοποιεί, απορροφά και διατηρεί τη γνώση. Κάνοντάς το αυτό γλιτώνουμε κόπο και χρόνο και ανατρέπουμε πιθανόν αρνητικές στάσεις του παιδιού για τη μαθησιακή διαδικασία.
Θα πρέπει να είμαστε ανοιχτοί να δεχτούμε τον μοναδικό τρόπο που χρειάζεται κάθε παιδί για να μάθει και να ξεφύγουμε από τα παραδοσιακά κατεστημένα που του υπαγορεύουν να μαθαίνει μονοδιάστατα, μέσα από την απλή λεκτική διδαχή/ (ρητορεία), να κάθεται ακίνητο στην καρέκλα την ώρα της μελέτης και να μη μιλά δυνατά, να μαθαίνει το μάθημα απλά και μόνο κάνοντας πολλαπλές αναγνώσεις ή παπαγαλίζοντας.